- περικέχυται
- περιχέωpourperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обложитисѧ — ОБЛОЖ|ИТИСѦ (4*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Облечься во чтол., быть окруженным чемл. Образн.: Тебе ра(д), бесплоте(н) сы, плотью ѡбложихсѧ, да всѣхъ дш҃вны˫а и телесны˫а недугы ицѣлю. КТур XII сп. XIV, 39; и ѹповаше непобѣди(м) быти. того ради обложисѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… … Dictionary of Greek